μαύλισμα

μαύλισμα
1) corruption
2) debauchery

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαύλισμα — το 1. η πρόσκληση οικόσιτων ζώων με μίμηση της φωνής τους: Οι κότες θέλουν μαύλισμα για να μπουν στο κοτέτσι. 2. προώθηση γυναίκας στην πορνεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαύλισμα — ατος, το [μαυλίζω] 1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία 2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους 4. ξελόγιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”